"Πόσο μονότονος και πληκτικός είσαι![...] Είσαι πάντα βυθισμένος στον εαυτό σου, ανίκανος να συμμετάσχεις σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου, ανίκανος να ξοδέψεις κάτι από τον εαυτό σου για χάρη του διπλανού σου, ανίκανος να δείξεις τον παραμικρό ενθουσιασμό και πάντα έτοιμος να παγώσεις τον ενθουσιασμό των άλλων, ένας αδιάφορος, ένας στενόκαρδος!", και στον κατάλογο των ελαττωμάτων μου πρόσθεσε, αυτή τη φορά, ένα νέο επίθετο, που στα αυτιά μου ήχησε με μια νέα σημασία: " Ένας ανούσιος!"
Ορίστε, σκέφτηκα, είμαι ανούσιος, και η μεξικάνικη κουζίνα, με τη γνωστή τόλμη και φαντασία της, είναι αναγκαία ώστε η Ολίβια να με φάει- οι μεξικάνικες γεύσεις ήταν το αναγκαίο συμπλήρωμα, ή μάλλον το αναγκαίο μέσο επικοινωνίας, όπως ένα μεγάφωνο που δυναμώνει τους ήχους, ώστε η Ολίβια να μπορέσει να γευτεί την ουσία μου.
"Μπορεί να σου φαίνομαι ανούσιος", διαμαρτυρήθηκα, "αλλά υπάρχουν πιο μετρημένες και διακριτικές από αυτή των καυτερών πιπεριών, υπάρχουν αρώματα πιο λεπτά, που πρέπει κανείς να ξέρει να εκτιμά!"
"Η μαγειρική είναι η τέχνη του να αναδεικνύεις τις γεύσεις με κάποιες άλλες γεύσεις" απάντησε η Ολίβια, "αλλά εάν η πρώτη ύλη είναι άνοστη, κανένα συμπλήρωμα δεν μπορεί να αναδείξει μια γεύση που δεν προϋπάρχει!"
Την επόμενη μέρα ο Σαλουστιάνο Βελάσκο θέλησε να μας συνοδεύσει ο ίδιος σε κάποιες πρόσφατες ανασκαφές που δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί από τουρίστες.
Ένα πέτρινο αγαλματάκι ορθωνόταν λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, με το χαρακτηριστικό εκείνο περίγραμμα που είχαμε μάθει να αναγνωρίζουμε από τις πρώτες ήδη μέρες των μεξικάνικων αρχαιολογικών μας περιπλανήσεων: ήταν ο chac-mool, μια μισοξαπλωμένη ανθρώπινη φιγούρα, σε μια σχεδόν ετρουσκική πόζα, που κρατάει ένα δίσκο στο ύψος της κοιλιάς του- μοιάζει με καλοκάγαθη, πρωτόγονη κούκλα, αλλά σ΄εκείνον ακριβώς ο δίσκο προσέφεραν στο θεό τις καρδιές των θυμάτων.
"Αγγελιοφόρος των θεών: τι σημαίνει;", ρώτησα εγώ που είχα διαβάσει τον σχετικό ορισμό σε έναν ταξιδιωτικό οδηγό. "Ήταν ο δαίμονας που έστελναν οι θεοί στη γη για να πάρουν το πιάτο των προσφορών;" Ή ήταν ο απεσταλμένος των ανθρώπων που δουλειά του είναι να συναντήσει τους θεούς και να τους προσφέρει την τροφή τους;"
"Ποιος ξέρει...", απάντησε ο Σαλουστιάνο με εκείνο το καχύποπτο ύφος που έπαιρνε κάθε φορά όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με αναπάντητα ερωτήματα, λες και εκείνη την ώρα συμβουλευόταν τις εσωτερικές φωνές που άκουγε, όπως άλλοι συμβουλεύονται διάφορα εγχειρίδια γύρω από την επιστήμη τους. "Θα μπορούσε να είναι το ίδιο το θύμα, ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στο βωμό, που προσφέρει τα σπλάχνα του στο πιάτο...Ή ο θυσιαστής που παίρνει την πόζα του θύματος, γιατί ξέρει πως αύριο θα έρθει η σειρά του...Χωρίς αυτή την αντιστροφή η ανθρώπινη θυσία θα ήταν αδιανόητη...δυνητικά όλοι ήταν θύματα και θύτες...το θύμα δεχόταν να είναι θύμα γιατί, προηγουμένως, είχε αγωνιστεί για να συλλάβει κάποιους άλλους και να τους μετατρέψει σε θύματα..."
"Μήπως δέχονταν να γίνουν τροφή, γιατί και οι ίδιοι συνήθιζαν να τρώνε ανθρώπους;", ρώτησα, αλλά ο Σαλουστιάνο είχε ήδη αρχίσει να μιλάει για το φίδι ως σύμβολο της συνέχειας μεταξύ ζωής και σύμπαντος.
Εγώ, όμως είχα καταλάβει. Το λάθος μου με την Ολίβια ήταν ότι θεωρούσα πως με έτρωγε εκείνη, ενώ μάλλον ήμουν εγώ (σίγουρα ήμουν εγώ) αυτός που έτρωγε εκείνη. Το πιο εύγευστο ανθρώπινο κρέας είναι αυτού που τρώει ανθρώπινο κρέας. Μόνο αν άρχιζα να τρέφομαι με το κρέας της Ολίβια, δεν θα φάνταζα ανούσιος στη γεύση της.[...]
Ορίστε, σκέφτηκα, είμαι ανούσιος, και η μεξικάνικη κουζίνα, με τη γνωστή τόλμη και φαντασία της, είναι αναγκαία ώστε η Ολίβια να με φάει- οι μεξικάνικες γεύσεις ήταν το αναγκαίο συμπλήρωμα, ή μάλλον το αναγκαίο μέσο επικοινωνίας, όπως ένα μεγάφωνο που δυναμώνει τους ήχους, ώστε η Ολίβια να μπορέσει να γευτεί την ουσία μου.
"Μπορεί να σου φαίνομαι ανούσιος", διαμαρτυρήθηκα, "αλλά υπάρχουν πιο μετρημένες και διακριτικές από αυτή των καυτερών πιπεριών, υπάρχουν αρώματα πιο λεπτά, που πρέπει κανείς να ξέρει να εκτιμά!"
"Η μαγειρική είναι η τέχνη του να αναδεικνύεις τις γεύσεις με κάποιες άλλες γεύσεις" απάντησε η Ολίβια, "αλλά εάν η πρώτη ύλη είναι άνοστη, κανένα συμπλήρωμα δεν μπορεί να αναδείξει μια γεύση που δεν προϋπάρχει!"
Την επόμενη μέρα ο Σαλουστιάνο Βελάσκο θέλησε να μας συνοδεύσει ο ίδιος σε κάποιες πρόσφατες ανασκαφές που δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί από τουρίστες.
Ένα πέτρινο αγαλματάκι ορθωνόταν λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, με το χαρακτηριστικό εκείνο περίγραμμα που είχαμε μάθει να αναγνωρίζουμε από τις πρώτες ήδη μέρες των μεξικάνικων αρχαιολογικών μας περιπλανήσεων: ήταν ο chac-mool, μια μισοξαπλωμένη ανθρώπινη φιγούρα, σε μια σχεδόν ετρουσκική πόζα, που κρατάει ένα δίσκο στο ύψος της κοιλιάς του- μοιάζει με καλοκάγαθη, πρωτόγονη κούκλα, αλλά σ΄εκείνον ακριβώς ο δίσκο προσέφεραν στο θεό τις καρδιές των θυμάτων.
"Αγγελιοφόρος των θεών: τι σημαίνει;", ρώτησα εγώ που είχα διαβάσει τον σχετικό ορισμό σε έναν ταξιδιωτικό οδηγό. "Ήταν ο δαίμονας που έστελναν οι θεοί στη γη για να πάρουν το πιάτο των προσφορών;" Ή ήταν ο απεσταλμένος των ανθρώπων που δουλειά του είναι να συναντήσει τους θεούς και να τους προσφέρει την τροφή τους;"
"Ποιος ξέρει...", απάντησε ο Σαλουστιάνο με εκείνο το καχύποπτο ύφος που έπαιρνε κάθε φορά όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με αναπάντητα ερωτήματα, λες και εκείνη την ώρα συμβουλευόταν τις εσωτερικές φωνές που άκουγε, όπως άλλοι συμβουλεύονται διάφορα εγχειρίδια γύρω από την επιστήμη τους. "Θα μπορούσε να είναι το ίδιο το θύμα, ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στο βωμό, που προσφέρει τα σπλάχνα του στο πιάτο...Ή ο θυσιαστής που παίρνει την πόζα του θύματος, γιατί ξέρει πως αύριο θα έρθει η σειρά του...Χωρίς αυτή την αντιστροφή η ανθρώπινη θυσία θα ήταν αδιανόητη...δυνητικά όλοι ήταν θύματα και θύτες...το θύμα δεχόταν να είναι θύμα γιατί, προηγουμένως, είχε αγωνιστεί για να συλλάβει κάποιους άλλους και να τους μετατρέψει σε θύματα..."
"Μήπως δέχονταν να γίνουν τροφή, γιατί και οι ίδιοι συνήθιζαν να τρώνε ανθρώπους;", ρώτησα, αλλά ο Σαλουστιάνο είχε ήδη αρχίσει να μιλάει για το φίδι ως σύμβολο της συνέχειας μεταξύ ζωής και σύμπαντος.
Εγώ, όμως είχα καταλάβει. Το λάθος μου με την Ολίβια ήταν ότι θεωρούσα πως με έτρωγε εκείνη, ενώ μάλλον ήμουν εγώ (σίγουρα ήμουν εγώ) αυτός που έτρωγε εκείνη. Το πιο εύγευστο ανθρώπινο κρέας είναι αυτού που τρώει ανθρώπινο κρέας. Μόνο αν άρχιζα να τρέφομαι με το κρέας της Ολίβια, δεν θα φάνταζα ανούσιος στη γεύση της.[...]
ITALO CALVINO,"ΚΑΤΩ ΑΠ΄ΤΟΝ ΙΑΓΟΥΑΡΟ ΗΛΙΟ",εκδ. ΑΓΡΑ
[επιστρέφουμε σιγά-σιγά στις καθημερινές δια(σ)τροφικές μας συνήθειες]
8 σχόλια:
Τις σταματήσαμε άραγε, ή απλά κάναμε πως τις ξεχάσαμε... μέσα σε αυτό το "ανούσιο" κλίμα χριστιανικής αγάπης?
:-)))
κάτσε ρε κορίτσια να καταλάβω:
τώρα αλήθεια, νηστέψατε;;;;
ρε, στοιχειώδη πράγματα, όλο το χρόνο μεσογειακή διατρόφη, δηλαδή λίγο κρέας και σπάνια, και τις μέρες του αγίου τους πάσχα δώστου να καταλάβει!!!! γύρο απ όλα μεγάλη παρασκευή, αμάν πώς γουστάρω!!!!
Κλασική περίπτωση σεναριακής δυσλειτουργίας,aKanonisti...
Έχεις δίκιο!
:))))
Αυτή η φάβα της νηστείας έχει πολλούς λάκκους xouxouxou!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα,λένε τα διάφορα εγχειρίδια-αλλά οι εσωτερικές φωνές (που άκουγε) λέγανε άλλα.
Ναι,μόλις απολαύσαμε μία ακόμα χορταστική ταινία!
(ποιος νήστεψε;)
:)
ektos tou keimenou to :) paei kai gia to graffiti...you know why..:)
Ξέρω,ξέρω,Giousurum!
Θα ανεβάσω κι άλλα προσεχώς...
Μπορείς να το μεγεθύνεις να δεις και τις λεπτομέρειες(πανάκια,κουμπιά,κλπ)
[Ευριπίδου,αν θυμάμαι καλά]
:)
"αλλά εάν η πρώτη ύλη είναι άνοστη, κανένα συμπλήρωμα δεν μπορεί να αναδείξει μια γεύση που δεν προϋπάρχει!"
:)))
emma
und so weiter...emma!
:)
Δημοσίευση σχολίου