“Έλα δω απόψε να μας δεις που χανόμαστε μ’ένα σωρό συμβολικές ενέργειες χωρίς Φωνές και τυμπανοκρουσίες. Έλα, μια ολόκληρη γενιά καίγεται απόψε και εκτοξεύεται βεγγαλική στους αέρες, μέσα σε καταχνιές κόκκινων μπαρ, με τσιμπούκια και πισωκολλητά στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων να τιθασσεύει πόθους βιαστικούς, να μπαρκάρει σε καράβια με απλό όνομα «Νίκος», τη γαλανόλευκη να μας παίρνει στο κατόπι, με μπαμπάδες και κυρίους απ’το χέρι να σε πάμε βόλτα στον αυθορμητισμό και και την αυθεντικότητα, να γεμίσουμε με σπέρμα τη λακκουβίτσα που κάνει ο λαιμός με το γυμνό σου ώμο, να σε συστήσουμε στον πρίγκηπα αυτοκτονία και κατόπι ν’αναλυθούμε σε δάκρυα γεμάτοι μαζοχισμούς και υστερίες, έλα να μας δεις απόψε στο έργο που πρωταγωνιστούμε, «Νίκαι Απωλεσθείσαι», Λοιπόν εγώ δεν μεγαλώνω άλλο. μοιάζω τώρα με κείνα τα σκυλιά του καναπέ που η ανάπτυξη, περιορισμένων δυνατοτήτων, φτάνει μόνο μέχρι ορισμένου σημείου και μετά απλώς και μόνο αρχίζει η φθορά αναίτια. απρόσωπα. Έτσι κι εγώ, ίσως προϊόν ενδομήτριου θανάτου, ίσως θύμα περιστάσεων, ίσως άλλο ένα φαινόμενο της ομαδικής διαδικασίας, ακόμη ένας μοχθηρός καραγκιόζης εν ευδαιμονία και εν αγνοία, τρώω, χέζω, γράφω ποιήματα συμβατικά, διαβάζω πολύ, κοιμάμαι. Δεν αγωνιώ Δεν αντιδρώ Περιμένω Παραμένω Τα βράδυα το κρεβάτι μου γεμίζει με διάφορα άτομα που δεν τα ξέρω που με φιλάνε με χείλια σα φίδια και βολεύονται στην παγωνιά μου και τα χαράματα τότε που οι ανομολόγητες οι ενοχές αρχίζουν και μποχάρουν και το φιλί που έπαιρνα όλη νύχτα βγάνει πλοκάμια κι’απλώνεται μέσα μου να με σαπίσει συνειδητοποιώ πως όλους αυτούς που στο μισοσκόταδο της νέας μέρας τους ικετεύω ψυθιριστά να γυρίσουν πάλι και να με πάρουν ξανά απ’το χέρι, να με σεργιανίσουν όπως παιδάκι σε πλατείες με πολύχρωμα φώτα, όλους αυτούς ουσιαστικά τους έχω απορρίψει.
Αντρέας Μιχελιουδάκης (1957-1988), Παράξενες Μέρες Στον James Dοuglas Morisson
1 σχόλιο:
“Έλα δω απόψε να μας δεις
που χανόμαστε μ’ένα σωρό συμβολικές ενέργειες
χωρίς Φωνές και τυμπανοκρουσίες.
Έλα, μια ολόκληρη γενιά καίγεται απόψε
και εκτοξεύεται βεγγαλική στους αέρες,
μέσα σε καταχνιές κόκκινων μπαρ,
με τσιμπούκια και πισωκολλητά
στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων
να τιθασσεύει πόθους βιαστικούς,
να μπαρκάρει σε καράβια με απλό
όνομα «Νίκος»,
τη γαλανόλευκη να μας παίρνει στο κατόπι,
με μπαμπάδες και κυρίους απ’το χέρι
να σε πάμε βόλτα στον αυθορμητισμό και
και την αυθεντικότητα,
να γεμίσουμε με σπέρμα τη λακκουβίτσα
που κάνει ο λαιμός με το γυμνό σου ώμο,
να σε συστήσουμε στον πρίγκηπα αυτοκτονία και κατόπι ν’αναλυθούμε σε δάκρυα
γεμάτοι μαζοχισμούς και υστερίες,
έλα να μας δεις απόψε
στο έργο που πρωταγωνιστούμε, «Νίκαι Απωλεσθείσαι»,
Λοιπόν εγώ δεν μεγαλώνω άλλο.
μοιάζω τώρα με κείνα τα σκυλιά του καναπέ που η ανάπτυξη, περιορισμένων δυνατοτήτων, φτάνει μόνο μέχρι ορισμένου σημείου
και μετά απλώς και μόνο αρχίζει
η φθορά αναίτια.
απρόσωπα.
Έτσι κι εγώ, ίσως προϊόν ενδομήτριου θανάτου, ίσως θύμα περιστάσεων,
ίσως άλλο ένα φαινόμενο της ομαδικής διαδικασίας, ακόμη ένας μοχθηρός καραγκιόζης
εν ευδαιμονία και εν αγνοία,
τρώω, χέζω, γράφω ποιήματα συμβατικά,
διαβάζω πολύ, κοιμάμαι.
Δεν αγωνιώ
Δεν αντιδρώ
Περιμένω
Παραμένω
Τα βράδυα το κρεβάτι μου γεμίζει
με διάφορα άτομα που δεν τα ξέρω
που με φιλάνε με χείλια σα φίδια
και βολεύονται στην παγωνιά μου
και τα χαράματα τότε που οι ανομολόγητες
οι ενοχές αρχίζουν και μποχάρουν και το φιλί που έπαιρνα όλη νύχτα
βγάνει πλοκάμια κι’απλώνεται μέσα μου
να με σαπίσει
συνειδητοποιώ πως
όλους αυτούς που στο μισοσκόταδο
της νέας μέρας
τους ικετεύω ψυθιριστά να γυρίσουν πάλι
και να με πάρουν ξανά απ’το χέρι,
να με σεργιανίσουν όπως παιδάκι
σε πλατείες με πολύχρωμα φώτα,
όλους αυτούς ουσιαστικά τους έχω απορρίψει.
Αντρέας Μιχελιουδάκης (1957-1988), Παράξενες Μέρες
Στον James Dοuglas Morisson
Δημοσίευση σχολίου